Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμείβω
ἀμειδής
ἀμείδητος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
ἀμέλαθρος
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησία
View word page
Ἀμειψίας
Ameipsias, comic poet

ShortDef

Ameipsias, comic poet

Debugging

Headword:
Ἀμειψίας
Headword (normalized):
ἀμειψίας
Headword (normalized/stripped):
αμειψιας
IDX:
4462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4463
Key:

Data

{'content': 'Ameipsias, comic poet'}