Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιτεκνία
καλλίτεκνος
καλλιτέχνης
καλλιτεχνία
καλλίτεχνος
καλλίτοξος
καλλιτράπεζος
καλλίτριχος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφυής
καλλίφυλλος
καλλίφυτος
καλλιφωνέω
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίφως
καλλίχειρ
καλλιχέλωνος
κάλλιχθυς
View word page
καλλίφλοξ
auspiciously burning

ShortDef

auspiciously burning

Debugging

Headword:
καλλίφλοξ
Headword (normalized):
καλλίφλοξ
Headword (normalized/stripped):
καλλιφλοξ
IDX:
44620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44621
Key:

Data

{'content': 'auspiciously burning'}