Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμειβώ
ἀμείβω
ἀμειδής
ἀμείδητος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
ἀμέλαθρος
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
View word page
ἀμείρω
to bereave of
ShortDef
to bereave of
Debugging
Headword:
ἀμείρω
Headword (normalized):
ἀμείρω
Headword (normalized/stripped):
αμειρω
IDX:
4461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4462
Key:
Data
{'content': 'to bereave of'}