Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
καλλιστρατεύω
Καλλίστρατος
καλλιστρούθια
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλιτεκνέω
καλλιτεκνία
καλλίτεκνος
καλλιτέχνης
καλλιτεχνία
καλλίτεχνος
καλλίτοξος
καλλιτράπεζος
καλλίτριχος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφυής
View word page
καλλίτεκνος
with fair children

ShortDef

with fair children

Debugging

Headword:
καλλίτεκνος
Headword (normalized):
καλλίτεκνος
Headword (normalized/stripped):
καλλιτεκνος
IDX:
44611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44612
Key:

Data

{'content': 'with fair children'}