Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιστεῖον
καλλίστερνος
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
καλλιστρατεύω
Καλλίστρατος
καλλιστρούθια
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλιτεκνέω
καλλιτεκνία
καλλίτεκνος
καλλιτέχνης
καλλιτεχνία
καλλίτεχνος
καλλίτοξος
καλλιτράπεζος
καλλίτριχος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
View word page
καλλιτεκνέω
have beautiful children

ShortDef

have beautiful children

Debugging

Headword:
καλλιτεκνέω
Headword (normalized):
καλλιτεκνέω
Headword (normalized/stripped):
καλλιτεκνεω
IDX:
44609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44610
Key:

Data

{'content': 'have beautiful children'}