Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιστάδιος
καλλιστάφυλος
καλλιστεῖον
καλλίστερνος
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
καλλιστρατεύω
Καλλίστρατος
καλλιστρούθια
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλιτεκνέω
καλλιτεκνία
καλλίτεκνος
καλλιτέχνης
καλλιτεχνία
καλλίτεχνος
καλλίτοξος
καλλιτράπεζος
καλλίτριχος
View word page
Καλλιστώ
Callisto, ‘most-beautiful’

ShortDef

Callisto, ‘most-beautiful’

Debugging

Headword:
Καλλιστώ
Headword (normalized):
καλλιστώ
Headword (normalized/stripped):
καλλιστω
IDX:
44607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44608
Key:

Data

{'content': 'Callisto, ‘most-beautiful’'}