Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
Καλλιρρόη
καλλίρροος
Καλλισθένης
καλλιστάδιος
καλλιστάφυλος
καλλιστεῖον
καλλίστερνος
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
καλλιστρατεύω
Καλλίστρατος
καλλιστρούθια
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλιτεκνέω
καλλιτεκνία
καλλίτεκνος
καλλιτέχνης
View word page
καλλιστεύω
to be the most beautiful

ShortDef

to be the most beautiful

Debugging

Headword:
καλλιστεύω
Headword (normalized):
καλλιστεύω
Headword (normalized/stripped):
καλλιστευω
IDX:
44602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44603
Key:

Data

{'content': 'to be the most beautiful'}