Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμειβώ
ἀμείβω
ἀμειδής
ἀμείδητος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
ἀμέλαθρος
ἀμέλγω
View word page
ἀμειξία
interruption of communications
ShortDef
interruption of communications
Debugging
Headword:
ἀμειξία
Headword (normalized):
ἀμειξία
Headword (normalized/stripped):
αμειξια
IDX:
4459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4460
Key:
Data
{'content': 'interruption of communications'}