Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλίρραβδος
καλλιρρημονέω
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
Καλλιρρόη
καλλίρροος
Καλλισθένης
καλλιστάδιος
καλλιστάφυλος
καλλιστεῖον
καλλίστερνος
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
View word page
καλλιρρήμων
in elegant language

ShortDef

in elegant language

Debugging

Headword:
καλλιρρήμων
Headword (normalized):
καλλιρρήμων
Headword (normalized/stripped):
καλλιρρημων
IDX:
44593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44594
Key:

Data

{'content': 'in elegant language'}