Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλίρραβδος
καλλιρρημονέω
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
Καλλιρρόη
καλλίρροος
Καλλισθένης
καλλιστάδιος
καλλιστάφυλος
καλλιστεῖον
καλλίστερνος
καλλίστευμα
καλλιστεύω
View word page
καλλιρρημοσύνη
elegance of language

ShortDef

elegance of language

Debugging

Headword:
καλλιρρημοσύνη
Headword (normalized):
καλλιρρημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
καλλιρρημοσυνη
IDX:
44592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44593
Key:

Data

{'content': 'elegance of language'}