Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπους
Κάλλιππος
καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλίρραβδος
καλλιρρημονέω
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
Καλλιρρόη
View word page
καλλίπρῳρος
with beautiful prow

ShortDef

with beautiful prow

Debugging

Headword:
καλλίπρῳρος
Headword (normalized):
καλλίπρῳρος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπρωρος
IDX:
44584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44585
Key:

Data

{'content': 'with beautiful prow'}