Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμεθόδευτος
ἀμέθοδος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμειβώ
ἀμείβω
ἀμειδής
ἀμείδητος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
View word page
Ἀμεινοκλῆς
Aminocles
ShortDef
Aminocles
Debugging
Headword:
Ἀμεινοκλῆς
Headword (normalized):
ἀμεινοκλῆς
Headword (normalized/stripped):
αμεινοκλης
IDX:
4457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4458
Key:
Data
{'content': 'Aminocles'}