Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιούργημα
καλλιόω
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπους
Κάλλιππος
καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
View word page
καλλίπλουτος
adorned with riches

ShortDef

adorned with riches

Debugging

Headword:
καλλίπλουτος
Headword (normalized):
καλλίπλουτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπλουτος
IDX:
44576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44577
Key:

Data

{'content': 'adorned with riches'}