Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιουργέω
καλλιούργημα
καλλιόω
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπους
Κάλλιππος
καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
View word page
καλλιπλόκαμος
with beautiful locks

ShortDef

with beautiful locks

Debugging

Headword:
καλλιπλόκαμος
Headword (normalized):
καλλιπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπλοκαμος
IDX:
44575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44576
Key:

Data

{'content': 'with beautiful locks'}