Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλίναος
καλλίνικος
Καλλῖνος
Καλλίξενος
καλλιοινία
κάλλιον2
Καλλιόπη
καλλιοπλία
καλλιουργέω
καλλιούργημα
καλλιόω
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
View word page
καλλιόω
make more beautiful

ShortDef

make more beautiful

Debugging

Headword:
καλλιόω
Headword (normalized):
καλλιόω
Headword (normalized/stripped):
καλλιοω
IDX:
44567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44568
Key:

Data

{'content': 'make more beautiful'}