Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
Καλλῖνος
Καλλίξενος
καλλιοινία
κάλλιον2
Καλλιόπη
καλλιοπλία
καλλιουργέω
καλλιούργημα
καλλιόω
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
View word page
καλλιουργέω
work artistically

ShortDef

work artistically

Debugging

Headword:
καλλιουργέω
Headword (normalized):
καλλιουργέω
Headword (normalized/stripped):
καλλιουργεω
IDX:
44565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44566
Key:

Data

{'content': 'work artistically'}