Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλίμηρος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
Καλλῖνος
Καλλίξενος
καλλιοινία
κάλλιον2
Καλλιόπη
καλλιοπλία
καλλιουργέω
καλλιούργημα
καλλιόω
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
View word page
καλλιοπλία
possession of fine armour

ShortDef

possession of fine armour

Debugging

Headword:
καλλιοπλία
Headword (normalized):
καλλιοπλία
Headword (normalized/stripped):
καλλιοπλια
IDX:
44564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44565
Key:

Data

{'content': 'possession of fine armour'}