Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμέθελκτος
ἀμεθεξία
ἀμεθόδευτος
ἀμέθοδος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμειβώ
ἀμείβω
ἀμειδής
ἀμείδητος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
View word page
ἀμείλικτος
unsoftened, cruel

ShortDef

unsoftened, cruel

Debugging

Headword:
ἀμείλικτος
Headword (normalized):
ἀμείλικτος
Headword (normalized/stripped):
αμειλικτος
IDX:
4455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4456
Key:

Data

{'content': 'unsoftened, cruel'}