Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καλλικρατίδας
καλλικρήδεμνος
καλλίκρηνος
καλλίκτιτος
καλλιλαμπέτης
καλλιλεκτέω
καλλιλεξία
καλλιλογέομαι
καλλιλογέω
καλλιλογία
καλλιμάρτυς
Καλλίμαχος
καλλίμαχος
καλλίμηρος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
Καλλῖνος
Καλλίξενος
καλλιοινία
View word page
καλλιμάρτυς
one who gives good evidence
ShortDef
one who gives good evidence
Debugging
Headword:
καλλιμάρτυς
Headword (normalized):
καλλιμάρτυς
Headword (normalized/stripped):
καλλιμαρτυς
IDX:
44551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44552
Key:
Data
{'content': 'one who gives good evidence'}