Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμέθεκτος
ἀμέθελκτος
ἀμεθεξία
ἀμεθόδευτος
ἀμέθοδος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμειβώ
ἀμείβω
ἀμειδής
ἀμείδητος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
View word page
ἀμείδητος
not smiling, gloomy

ShortDef

not smiling, gloomy

Debugging

Headword:
ἀμείδητος
Headword (normalized):
ἀμείδητος
Headword (normalized/stripped):
αμειδητος
IDX:
4454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4455
Key:

Data

{'content': 'not smiling, gloomy'}