Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλικέρας
καλλίκερος
καλλίκερως
Καλλικλῆς
καλλίκλιον
καλλίκοκκος
Καλλικολώνη
καλλικολώνη
καλλικόμας
καλλίκομος
καλλίκρανος
Καλλικράτης
Καλλικρατίδας
καλλικρήδεμνος
καλλίκρηνος
καλλίκτιτος
καλλιλαμπέτης
καλλιλεκτέω
καλλιλεξία
καλλιλογέομαι
καλλιλογέω
View word page
καλλίκρανος
with lovely spring

ShortDef

with lovely spring

Debugging

Headword:
καλλίκρανος
Headword (normalized):
καλλίκρανος
Headword (normalized/stripped):
καλλικρανος
IDX:
44539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44540
Key:

Data

{'content': 'with lovely spring'}