Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιεργία
καλλιερέω
καλλιέρημα
Καλλιεύς
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
Καλλιθόη
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
καλλικαρπία
καλλίκαρπος
καλλικέλαδος
καλλικέρας
καλλίκερος
καλλίκερως
Καλλικλῆς
καλλίκλιον
καλλίκοκκος
View word page
καλλίθυτος
offered auspiciously

ShortDef

offered auspiciously

Debugging

Headword:
καλλίθυτος
Headword (normalized):
καλλίθυτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιθυτος
IDX:
44524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44525
Key:

Data

{'content': 'offered auspiciously'}