Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλιερέω
καλλιέρημα
Καλλιεύς
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
Καλλιθόη
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
καλλικαρπία
καλλίκαρπος
καλλικέλαδος
καλλικέρας
καλλίκερος
καλλίκερως
Καλλικλῆς
καλλίκλιον
View word page
καλλιθυτέω
to offer in auspicious sacrifice

ShortDef

to offer in auspicious sacrifice

Debugging

Headword:
καλλιθυτέω
Headword (normalized):
καλλιθυτέω
Headword (normalized/stripped):
καλλιθυτεω
IDX:
44523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44524
Key:

Data

{'content': 'to offer in auspicious sacrifice'}