Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλιερέω
καλλιέρημα
Καλλιεύς
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
Καλλιθόη
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
καλλικαρπία
καλλίκαρπος
καλλικέλαδος
καλλικέρας
View word page
καλλίζωνος
with beautiful girdles

ShortDef

with beautiful girdles

Debugging

Headword:
καλλίζωνος
Headword (normalized):
καλλίζωνος
Headword (normalized/stripped):
καλλιζωνος
IDX:
44519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44520
Key:

Data

{'content': 'with beautiful girdles'}