Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλιερέω
καλλιέρημα
Καλλιεύς
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
Καλλιθόη
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
View word page
καλλιερέω
to have favourable signs in a sacrifice, to obtain good omens

ShortDef

to have favourable signs in a sacrifice, to obtain good omens

Debugging

Headword:
καλλιερέω
Headword (normalized):
καλλιερέω
Headword (normalized/stripped):
καλλιερεω
IDX:
44515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44516
Key:

Data

{'content': 'to have favourable signs in a sacrifice, to obtain good omens'}