Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καλλιδίκη
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλιερέω
καλλιέρημα
Καλλιεύς
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
Καλλιθόη
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
View word page
καλλιεργία
good work
ShortDef
good work
Debugging
Headword:
καλλιεργία
Headword (normalized):
καλλιεργία
Headword (normalized/stripped):
καλλιεργια
IDX:
44514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44515
Key:
Data
{'content': 'good work'}