Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλίδενδρος
Καλλιδίκη
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλιερέω
καλλιέρημα
Καλλιεύς
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
Καλλιθόη
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
View word page
καλλιεργέω
to be worked beautifully

ShortDef

to be worked beautifully

Debugging

Headword:
καλλιεργέω
Headword (normalized):
καλλιεργέω
Headword (normalized/stripped):
καλλιεργεω
IDX:
44513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44514
Key:

Data

{'content': 'to be worked beautifully'}