Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιγραφικός
καλλιγράφος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
Καλλιδίκη
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλιερέω
καλλιέρημα
Καλλιεύς
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
View word page
καλλιέπεια
beautiful language

ShortDef

beautiful language

Debugging

Headword:
καλλιέπεια
Headword (normalized):
καλλιέπεια
Headword (normalized/stripped):
καλλιεπεια
IDX:
44510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44511
Key:

Data

{'content': 'beautiful language'}