Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλλιγραφία
καλλιγραφικός
καλλιγράφος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
Καλλιδίκη
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλιερέω
καλλιέρημα
Καλλιεύς
καλλιζυγής
καλλίζωνος
View word page
καλλιέλαιος
garden olive
ShortDef
garden olive
Debugging
Headword:
καλλιέλαιος
Headword (normalized):
καλλιέλαιος
Headword (normalized/stripped):
καλλιελαιος
IDX:
44509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44510
Key:
Data
{'content': 'garden olive'}