Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμβρυττοι
ἄμβων
ἀμέγαρτος
ἀμεγέθης
ἀμέθεκτος
ἀμέθελκτος
ἀμεθεξία
ἀμεθόδευτος
ἀμέθοδος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμειβώ
ἀμείβω
ἀμειδής
ἀμείδητος
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
View word page
ἀμέθυστος
not drunken; (n) amethyst

ShortDef

not drunken; (n) amethyst

Debugging

Headword:
ἀμέθυστος
Headword (normalized):
ἀμέθυστος
Headword (normalized/stripped):
αμεθυστος
IDX:
4450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4451
Key:

Data

{'content': 'not drunken; (n) amethyst'}