Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλλιγένεθλος
καλλιγένεια
καλλιγέφυρος
καλλίγονος
καλλιγραφέω
καλλιγραφία
καλλιγραφικός
καλλιγράφος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
Καλλιδίκη
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
View word page
Καλλιδίκη
Callidice
ShortDef
Callidice
Debugging
Headword:
Καλλιδίκη
Headword (normalized):
καλλιδίκη
Headword (normalized/stripped):
καλλιδικη
IDX:
44504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44505
Key:
Data
{'content': 'Callidice'}