Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀγησίλαος
ἁγησίχορος
ἀγησίχορος
ἁγητήρ
ἀγητός
Ἀγήτωρ
ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
View word page
ἀγίγαρτος
without seed
ShortDef
without seed
Debugging
Headword:
ἀγίγαρτος
Headword (normalized):
ἀγίγαρτος
Headword (normalized/stripped):
αγιγαρτος
IDX:
444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-445
Key:
Data
{'content': 'without seed'}