Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλι
καλλιάζω
καλλιαρία
Καλλίας
καλλίας
καλλιαστράγαλος
Καλλίβιος
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
καλλίβολος
καλλίβοτος
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάληνος
καλλίγαμος
καλλιγένεθλος
καλλιγένεια
καλλιγέφυρος
καλλίγονος
καλλιγραφέω
καλλιγραφία
View word page
καλλίβοτος
with fine pastures

ShortDef

with fine pastures

Debugging

Headword:
καλλίβοτος
Headword (normalized):
καλλίβοτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιβοτος
IDX:
44489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44490
Key:

Data

{'content': 'with fine pastures'}