Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλίνδησις
κάλινος
καλιός
καλιστρέω
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
κάλλαιον
Κάλλαισχρος
καλλαρίας
καλλι
καλλιάζω
καλλιαρία
Καλλίας
καλλίας
καλλιαστράγαλος
Καλλίβιος
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
καλλίβολος
καλλίβοτος
καλλίβοτρυς
View word page
καλλιάζω
to be a member of the κάλλιον

ShortDef

to be a member of the κάλλιον

Debugging

Headword:
καλλιάζω
Headword (normalized):
καλλιάζω
Headword (normalized/stripped):
καλλιαζω
IDX:
44480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44481
Key:

Data

{'content': 'to be a member of the κάλλιον'}