Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάλικα
καλίκιοι
καλινδέομαι
καλινδήθρα
καλίνδησις
κάλινος
καλιός
καλιστρέω
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
κάλλαιον
Κάλλαισχρος
καλλαρίας
καλλι
καλλιάζω
καλλιαρία
Καλλίας
καλλίας
καλλιαστράγαλος
Καλλίβιος
καλλιβλέφαρος
View word page
κάλλαιον
a cock's comb

ShortDef

a cock's comb

Debugging

Headword:
κάλλαιον
Headword (normalized):
κάλλαιον
Headword (normalized/stripped):
καλλαιον
IDX:
44476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44477
Key:

Data

{'content': "a cock's comb"}