Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλιάς
καλίγιον
καλίζομαι
κάλικα
καλίκιοι
καλινδέομαι
καλινδήθρα
καλίνδησις
κάλινος
καλιός
καλιστρέω
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
κάλλαιον
Κάλλαισχρος
καλλαρίας
καλλι
καλλιάζω
καλλιαρία
Καλλίας
καλλίας
View word page
καλιστρέω
call
ShortDef
call
Debugging
Headword:
καλιστρέω
Headword (normalized):
καλιστρέω
Headword (normalized/stripped):
καλιστρεω
IDX:
44473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44474
Key:
Data
{'content': 'call'}