Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάδιον
καλιάς
καλίγιον
καλίζομαι
κάλικα
καλίκιοι
καλινδέομαι
καλινδήθρα
καλίνδησις
κάλινος
καλιός
καλιστρέω
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
κάλλαιον
Κάλλαισχρος
καλλαρίας
View word page
καλινδέομαι
to lie rolling about

ShortDef

to lie rolling about

Debugging

Headword:
καλινδέομαι
Headword (normalized):
καλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
καλινδεομαι
IDX:
44468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44469
Key:

Data

{'content': 'to lie rolling about'}