Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαῦροψ
καλεσάνδρα
καλεσίχορος
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάδιον
καλιάς
καλίγιον
καλίζομαι
κάλικα
καλίκιοι
καλινδέομαι
καλινδήθρα
καλίνδησις
κάλινος
καλιός
καλιστρέω
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
View word page
καλίζομαι
live in huts

ShortDef

live in huts

Debugging

Headword:
καλίζομαι
Headword (normalized):
καλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καλιζομαι
IDX:
44465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44466
Key:

Data

{'content': 'live in huts'}