Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλάπους
κάλαρις
καλάσιρις
Καλαύρεια
καλαῦροψ
καλεσάνδρα
καλεσίχορος
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάδιον
καλιάς
καλίγιον
καλίζομαι
κάλικα
καλίκιοι
καλινδέομαι
καλινδήθρα
καλίνδησις
κάλινος
View word page
καλιά
a wooden dwelling, hut, barn
ShortDef
a wooden dwelling, hut, barn
Debugging
Headword:
καλιά
Headword (normalized):
καλιά
Headword (normalized/stripped):
καλια
IDX:
44461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44462
Key:
Data
{'content': 'a wooden dwelling, hut, barn'}