Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλαμωτή
καλάνδαι
κάλανδρος
καλάπους
κάλαρις
καλάσιρις
Καλαύρεια
καλαῦροψ
καλεσάνδρα
καλεσίχορος
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάδιον
καλιάς
καλίγιον
καλίζομαι
κάλικα
καλίκιοι
καλινδέομαι
View word page
καλέω
to call, summon
ShortDef
to call, summon
Debugging
Headword:
καλέω
Headword (normalized):
καλέω
Headword (normalized/stripped):
καλεω
IDX:
44458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44459
Key:
Data
{'content': 'to call, summon'}