Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλαμόφθογγος
καλαμόφυλλος
καλαμόω
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
καλάνδαι
κάλανδρος
καλάπους
κάλαρις
καλάσιρις
Καλαύρεια
καλαῦροψ
καλεσάνδρα
καλεσίχορος
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάδιον
καλιάς
View word page
καλάσιρις
a long garment
ShortDef
a long garment
Debugging
Headword:
καλάσιρις
Headword (normalized):
καλάσιρις
Headword (normalized/stripped):
καλασιρις
IDX:
44453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44454
Key:
Data
{'content': 'a long garment'}