Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
καλαμόφυλλος
καλαμόω
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
καλάνδαι
κάλανδρος
καλάπους
κάλαρις
καλάσιρις
Καλαύρεια
καλαῦροψ
καλεσάνδρα
καλεσίχορος
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
View word page
καλάπους
a shoemaker's last

ShortDef

a shoemaker's last

Debugging

Headword:
καλάπους
Headword (normalized):
καλάπους
Headword (normalized/stripped):
καλαπους
IDX:
44451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44452
Key:

Data

{'content': "a shoemaker's last"}