Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
καλαμόφυλλος
καλαμόω
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
καλάνδαι
κάλανδρος
καλάπους
κάλαρις
καλάσιρις
Καλαύρεια
καλαῦροψ
καλεσάνδρα
καλεσίχορος
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
View word page
κάλανδρος
lark

ShortDef

lark

Debugging

Headword:
κάλανδρος
Headword (normalized):
κάλανδρος
Headword (normalized/stripped):
καλανδρος
IDX:
44450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44451
Key:

Data

{'content': 'lark'}