Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
καλαμόφυλλος
καλαμόω
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
καλάνδαι
κάλανδρος
καλάπους
κάλαρις
καλάσιρις
Καλαύρεια
καλαῦροψ
καλεσάνδρα
καλεσίχορος
καλέω
View word page
καλαμωτή
fence
ShortDef
fence
Debugging
Headword:
καλαμωτή
Headword (normalized):
καλαμωτή
Headword (normalized/stripped):
καλαμωτη
IDX:
44448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44449
Key:
Data
{'content': 'fence'}