Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
καλαμοπώλης
κάλαμος
καλαμοστασία
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
καλαμόφυλλος
καλαμόω
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
καλάνδαι
View word page
καλαμοσφάκτης
one who kills with a pen

ShortDef

one who kills with a pen

Debugging

Headword:
καλαμοσφάκτης
Headword (normalized):
καλαμοσφάκτης
Headword (normalized/stripped):
καλαμοσφακτης
IDX:
44439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44440
Key:

Data

{'content': 'one who kills with a pen'}