Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
καλαμοπώλης
κάλαμος
καλαμοστασία
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
καλαμόφυλλος
καλαμόω
καλαμώδης
View word page
κάλαμος
a reed
ShortDef
a reed
Debugging
Headword:
κάλαμος
Headword (normalized):
κάλαμος
Headword (normalized/stripped):
καλαμος
IDX:
44436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44437
Key:
Data
{'content': 'a reed'}