Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
Κάλαμις
καλαμίσκος
καλάμιστρος
καλαμίτης
καλαμοβόας
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
καλαμοπώλης
View word page
καλαμογλύφος
making pens

ShortDef

making pens

Debugging

Headword:
καλαμογλύφος
Headword (normalized):
καλαμογλύφος
Headword (normalized/stripped):
καλαμογλυφος
IDX:
44425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44426
Key:

Data

{'content': 'making pens'}