Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
Κάλαμις
καλαμίσκος
καλάμιστρος
καλαμίτης
καλαμοβόας
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
View word page
καλαμογλυφέω
cut reeds, make pens

ShortDef

cut reeds, make pens

Debugging

Headword:
καλαμογλυφέω
Headword (normalized):
καλαμογλυφέω
Headword (normalized/stripped):
καλαμογλυφεω
IDX:
44424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44425
Key:

Data

{'content': 'cut reeds, make pens'}