Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνθη
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
Κάλαμις
καλαμίσκος
καλάμιστρος
καλαμίτης
καλαμοβόας
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
View word page
καλάμιον
splint
ShortDef
splint
Debugging
Headword:
καλάμιον
Headword (normalized):
καλάμιον
Headword (normalized/stripped):
καλαμιον
IDX:
44417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44418
Key:
Data
{'content': 'splint'}