Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνθη
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
Κάλαμις
καλαμίσκος
καλάμιστρος
καλαμίτης
καλαμοβόας
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
View word page
καλαμινθώδης
full of mint
ShortDef
full of mint
Debugging
Headword:
καλαμινθώδης
Headword (normalized):
καλαμινθώδης
Headword (normalized/stripped):
καλαμινθωδης
IDX:
44415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44416
Key:
Data
{'content': 'full of mint'}